θελητός

From LSJ
Revision as of 21:26, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελητός Medium diacritics: θελητός Low diacritics: θελητός Capitals: ΘΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: thelētós Transliteration B: thelētos Transliteration C: thelitos Beta Code: qelhto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A wished for, desired, LXX 1 Ki. 15.22,Ma.3.12.

German (Pape)

[Seite 1192] gewollt, gewünscht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

θελητός: -ή, -όν, ἐπιθυμητός, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ιε΄, 32, γῆ Μαλαχ. γ΄, 12).

Greek Monolingual

θελητός, -ή, -όν (AM) θέλω
επιθυμητός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το θελητόν
η επιθυμία, το θέλημα.
επίρρ...
θελητῶς (Α)
εκουσίως, θεληματικά.