Μουνυχίαζε
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
Adv. A to Munychia, Lys.13.29.
Greek (Liddell-Scott)
Μουνυχίαζε: (ὀρθότερ. Μουνιχίαζε), ἐπίρρ., εἰς Μουνυχίαν, Λυκόφρ. 132. 25.
French (Bailly abrégé)
c. Μουνιχίαζε.
Russian (Dvoretsky)
Μουνῠχίαζε: adv. в Мунихию Lys.