γαρέλαιον
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
τό,
A paste made of γάρος and oil, Gal.6.716.
German (Pape)
[Seite 475] τό, Mischung aus Garum u. Oel, Galen.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Grafía: graf. -έλεν EDE 7/8.862
salsa hecha de garo y aceite, PBasel 16.11 (III a.C.), Gal.6.716, EDE l.c., Hsch., Gloss.2.261.
Greek Monolingual
γαρέλαιον, το (Α)
αλοιφή φτιαγμένη από γάρο και λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάρος + έλαιον].