διαμασάομαι
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
English (LSJ)
A chew up, Arist.HA612a1, Thphr.CP6.9.1, Apolloph.5, LXXSi.34(31).16, Luc.Alex.12; δ. τὴν γλῶτταν, for ἐνδακεῖν, Alciphr.3.57:—Pass., to be chewed, Arist.Pr.890a25, Gp.12.33. II metaph., carp at, τι Philostr.VSPraef.
German (Pape)
[Seite 589] (s. μασάομαι), zerkauen, Apollophan. com. Ath. III, 75 e; Arist. H. A. 9, 6 u. Sp.; διαμασηθείς auch pass.
Greek (Liddell-Scott)
διαμᾰσάομαι: ἀποθ., μασῶ τι ἐντελῶς, καταμασῶ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 6, 1, Ἀπολλοφ. Κρητ. 1· δ. τὴν γλῶτταν, ἀντὶ ἐνδακεῖν, Ἀλκίφρων 3. 57· - ὡς παθ., μασῶμαι, καταμασῶμαι, Ἀριστ. Προβλ. 8. 6. ΙΙ. μεταφ., προβάλλω μικρὰ λάθη ἢ σφάλματά τινος, ἐπικρίνω, Λατ. arrodere, τι Φιλόστρ. 483.
Spanish (DGE)
(διαμᾰσάομαι) • Alolema(s): tard. διαμασσ- EM 740.47G.
I 1masticar c. ac. ἀνθέρικον Hp.Coac.491, σκόροδα Ar.Th.494, cf. Apolloph.5, τὰ ξύλα Arist.HA 612a1, τὰ ὀσμώδη Thphr.CP 6.9.1, φύλλον Thphr.HP 9.4.7, τὴν ῥίζαν Luc.Alex.12, τὴν σκίλλαν EM l.c., en v. pas. ὁ κύαμος διαμασώμενος Arist.Pr.890a25, cf. Gp.12.33, τὸ τῆς θρίδακος σπέρμα διαμασηθέν Aët.5.123, σκληρὰ καὶ στερεὰ ἐδέσματα Steph.in Hp.Aph.2.292.24
•fig. τὴν ... γλῶτταν διαμασῶμαι me muerdo la lengua, me contengo Alciphr.3.21.2
•c. gen. τῆς ἁλμυριζούσης ... γῆς διαμασησάμενος Arist.HA 613a3.
2 peyor. comer vorazmente μὴ διαμασῶ LXX Si.31.16.
3 masticar, desmenuzar fig. pensar con mucha reflexión λόγους Leont.Byz.M.86.1293C.
II fig. burlarse, mofarse τὴν σπουδὴν τοῦ Γοργίου Philostr.VS 483.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μασάομαι stuk kauwen.