βαπτικός
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ή, όν,
A for dyeing, χρώματα Sch.Lyc.1138. II suited for gilding or silvering, opp. σμηκτικός, Ps.-Democr.Alch. p.47 B.: Comp., more suited for a wash, Zos.Alch.p.129 B.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que puede recibir un baño de oro o plata op. σμηκτικός Ps.Democr.p.47, compar. βαπτικώτερον Zos.Alch.p.129.7.