διεκπορεύομαι

From LSJ
Revision as of 18:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπορεύομαι Medium diacritics: διεκπορεύομαι Low diacritics: διεκπορεύομαι Capitals: ΔΙΕΚΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: diekporeúomai Transliteration B: diekporeuomai Transliteration C: diekporeyomai Beta Code: diekporeu/omai

English (LSJ)

   A go out through, D.H.9.26; pass through, traverse, διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας M.Ant.7.19.

German (Pape)

[Seite 618] heraus- u. durchgehen, Dion. Hal. 9, 26; διά τινος, M. Ant. 7, 19.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπορεύομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι ἐντελῶς διὰ μέσου, Διον. Ἁλ. 9. 26.

Spanish (DGE)

pasar a través de c. διά y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19
salir, escapar κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26.

Greek Monolingual

διεκπορεύομαι (Α) εκπορεύομαι
1. (αποθ.) εξέρχομαι εντελώς μέσα από κάτι
2. διέρχομαι.