διγόνατος

From LSJ
Revision as of 18:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διγόνᾰτος Medium diacritics: διγόνατος Low diacritics: διγόνατος Capitals: ΔΙΓΟΝΑΤΟΣ
Transliteration A: digónatos Transliteration B: digonatos Transliteration C: digonatos Beta Code: digo/natos

English (LSJ)

ον,    A with two joints, κλωνία Dsc.4.189.

German (Pape)

[Seite 615] mit zwei Knoten, Gelenken.

Spanish (DGE)

-ον con dos junturas κλωνία Dsc.4.189.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α -ος, -ον)
νεοελλ.
(για σωλήνες) αυτός που έχει δύο γόνατα (γωνίες, καμπυλώσεις) και επομένως δύο στόμια εκροής ή εισροής
αρχ.
(για φυτά) αυτός που έχει δύο γόνατα, δύο κόμπους.