διγόνατος
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ον, A with two joints, κλωνία Dsc.4.189.
German (Pape)
[Seite 615] mit zwei Knoten, Gelenken.
Spanish (DGE)
-ον con dos junturas κλωνία Dsc.4.189.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α -ος, -ον)
νεοελλ.
(για σωλήνες) αυτός που έχει δύο γόνατα (γωνίες, καμπυλώσεις) και επομένως δύο στόμια εκροής ή εισροής
αρχ.
(για φυτά) αυτός που έχει δύο γόνατα, δύο κόμπους.