δυσμείλικτος

From LSJ
Revision as of 19:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμείλικτος Medium diacritics: δυσμείλικτος Low diacritics: δυσμείλικτος Capitals: ΔΥΣΜΕΙΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dysmeíliktos Transliteration B: dysmeiliktos Transliteration C: dysmeiliktos Beta Code: dusmei/liktos

English (LSJ)

ον,    A hard to appease, Id.Art.19; πικρία Id.2.553a.

German (Pape)

[Seite 683] unversöhnlich, Plut. Artax. 19 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμείλικτος: -ον, δυσκόλως καταπραϋνόμενος, Πλούτ. Ἀρτοξ. 19, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à adoucir litt. à emmieller.
Étymologie: δυσ-, μειλίσσω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de aplacar πολέμιος Plu.Phil.19, πικρία ... τυράννου Plu.2.553a, οἱ σκληροὶ καὶ δυσμείλικτοι Ast.Am.Hom.13.7.1
neutr. subst. τὸ δ. implacabilidad τὸ θηριῶδες αὐτῆς καὶ δ. Ctes.29b.7, τὸ ... περὶ τὰς τιμωρίας δ. Plu.Mar.14.

Greek Monolingual

δυσμείλικτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δυσμείλικτον η ιδιότητα του δυσμείλικτου.

Russian (Dvoretsky)

δυσμείλικτος: неумолимый, непримиримый (περὶ τὰς τιμωρίας Plut.).