δυσαπόδοτος

From LSJ
Revision as of 19:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαπόδοτος Medium diacritics: δυσαπόδοτος Low diacritics: δυσαπόδοτος Capitals: ΔΥΣΑΠΟΔΟΤΟΣ
Transliteration A: dysapódotos Transliteration B: dysapodotos Transliteration C: dysapodotos Beta Code: dusapo/dotos

English (LSJ)

ον,    A hard to render or define, S.E.M.7.242, Bacch.Harm.95.

German (Pape)

[Seite 676] schwer widerzugeben, zu erwidern, Sh.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπόδοτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀποδιδόμενος, ὁριζόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 242.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de definir o explicar ἡ φαντασία S.E.M.7.242, cf. Bacch.Harm.95
subst. τὰ δ. cuestiones difíciles de explicar, Didym. en Cat.Ps.118 Pal.43b.8.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσαπόδοτος, -ον)
αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή ορίζεται («δυσαπόδοτες έννοιες»)
νεοελλ.
1. (για χρήματα ή πράγματα) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή επιστρέφεται
2. (για καλή πράξη) αυτός που δύσκολα ανταποδίδεται.

Russian (Dvoretsky)

δυσαπόδοτος: трудно выразимый, трудно определимый Sext.