εὐδιοίκητος
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
ον,
A easy to assimilate or digest, Herod.(?)Med.in Rh.Mus.58.112, Ath.Med. ap. Orib.1.9.2, Xenocr.33, Alex.Aphr. in Top.153.6, Gal.14.736. II well-ordered, ἁρμονία (of structure and function) Antyll. ap. Orib.6.10.4. III as a complimentary term of address, POxy.1413.32 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1062] gut zu verwalten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιοίκητος: -ον, ὃν εὐκόλως διαθέτει τις ἢ χωνεύει, Γαλην. τ. 14. σ. 736, 9.
Greek Monolingual
εὐδιοίκητος, -ον (Α)
1. αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», Γαλ.)
2. ο καλά τακτοποιημένος
3. το αρσ. ως κολακευτικός όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διοικητος (< διοικώ), πρβλ. α-διοίκητος, δυσ-διοίκητος, πολυ-διοίκητος].