ζεστολουσία
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ἡ, A washing in hot water, Theonap.Gal.6.208,212.
German (Pape)
[Seite 1137] ἡ, Baden in heißem Wasser, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ζεστολουσία: ἡ, λοῦσις ἐν θερμῷ ὕδατι, Γαλην. 6. 208.
Greek Monolingual
ζεοτολουσία, ή (Α)
πλύσιμο με ζεστό νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός + -λουσία (< λούσις < λούω)].