λογογραφέω
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A to be a λογογράφος 11, write speeches, τισι for people, Plu.Comp.Dem.Cic.3; ἐπί τινα Id.Dem.6. II make into a story, [μυθάρια] Jul.Or.7.208c. III keep accounts, ψευδῶς λ., Ἑλληνικά 1.18 (Gytheum, i A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
λογογρᾰφέω: εἶμαι λογογράφος· - γράφω λόγους, τινι, διά τινα ἄλλον, Πλουτ. Δημ. 6, Σύγκρ. Δημ. καὶ Κικ. 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
écrire des discours pour autrui.
Étymologie: λογογράφος.
Greek Monotonic
λογογρᾰφέω: μέλ. -ήσω, γράφω λόγους, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
λογογρᾰφέω: составлять речи (для других, за плату), быть сочинителем чужих речей Plut.
Middle Liddell
λογογρᾰφέω, fut. -ήσω
to write speeches, Plut.