Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπροφέρω

From LSJ
Revision as of 23:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροφέρω Medium diacritics: συμπροφέρω Low diacritics: συμπροφέρω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΦΕΡΩ
Transliteration A: symprophérō Transliteration B: sympropherō Transliteration C: symprofero Beta Code: sumprofe/rw

English (LSJ)

   A pronounce at the same time, Sch.Pi.O.3.81.    2 involve, Simp. in Ph.904.21.

German (Pape)

[Seite 990] (s. φέρω), zusammen vorbringen, Schol. Pind. Ol. 3, 81.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροφέρω: φέρω πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁμοῦ, «τῷ πατρὶ συμπροφέρων ἐφ’ ἱκανὸν τὴν πλάνην κατὰ τὰ βόρεια» Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλαιολ. 4. 25, σ. 226Β. ― Παθ. συμπροφέρομαι, προφέρομαι ὁμοῦ, «τὰ εὐκτικὰ τῶν ῥημάτων τὰ εἰρημένα μόρια (ἄν, εἰ) συμπροφερόμενα ἔχουσι» Σχόλ. εἰς Πινδ. Ὀλ. 3. 81.

Greek Monolingual

ΝΜΑ προφέρω
προφέρω συγχρόνως δύο ή περισσότερους φθόγγους, συνεκφωνώ
μσν.-αρχ.
φέρνω κάτι προς τα εμπρός μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
εμπεριέχω, περιλαμβάνω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ προφέρω
προφέρω συγχρόνως δύο ή περισσότερους φθόγγους, συνεκφωνώ
μσν.-αρχ.
φέρνω κάτι προς τα εμπρός μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
εμπεριέχω, περιλαμβάνω.