περίκλυστος

Revision as of 12:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον A.Pers.880 (lyr.):—

   A washed all round by the sea, of islands, Δῆλος h.Ap.181, cf. A.Pers.596 (lyr.), E.HF1080 (lyr.), Ephipp.5.3 (anap.); πέτρα Str.16.2.13 ; ἀπόψεις 'belvederes', Plu. Comp.Cim.Luc. 1 ; π. ὑπὸτοῦ Αἰγαίου Str.2.5.24; ἐκτοῦ ποταμοῦ D.H. 5.13.

German (Pape)

[Seite 580] rings umsvüll; Αἴαντος περικλύστα (sollte περικλυστά accentuirt sein) νᾶσος, Aesch. Pers. 588; νᾶσοι περίκλυστοι, 856; Ταφίων περίκλυστον ἄστυ, Eur. Herc. f. 1080; auch in späterer Prosa, χοιράς, Plut. sept. sap. conv. 19.

Greek (Liddell-Scott)

περίκλυστος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 879· - ὁ κατακλυζόμενος πανταχόθεν ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Δήλοιο περικλύστης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 181, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 596, 879, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1080, Ἔφιππος ἐν «Γηρυνόνῃ» 1. 3, Στράβ. 753· π. ὑπὸ τοῦ Αἰγαίου ὁ αὐτ. 126· ἐκ τοῦ ποταμοῦ Διον. Ἁλ. 5. 13.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
baigné tout autour, de tous côtés.
Étymologie: περικλύζω.

Greek Monolingual

-η, -ον, θηλ. και -ος, Α περικλύζω
1. (ιδίως για νησί) αυτός που βρέχεται ολόγυρα από θάλασσα
2. φρ. «περίκλυστος ἄποψις» — πύργος, οικοδόμημα πάνω σε λόφους που έχουν πανοραμική θέα.

Greek Monotonic

περίκλυστος: -η, -ον και -ος, -ον, βρεγμένος ολόγυρα από θάλασσα, λέγεται για νησιά, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

περίκλυστος: и 3 отовсюду омываемый, окруженный морем (νᾶσοι Aesch.; ἄστυ Eur.; χοιράς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίκλυστος -ον [περικλύζω] door water omgeven.

Middle Liddell

περίκλυστος, η, ον
washed all round by the sea, of islands, Hhymn., Aesch., etc.