κεφαλοβαρής

From LSJ
Revision as of 09:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλοβᾰρής Medium diacritics: κεφαλοβαρής Low diacritics: κεφαλοβαρής Capitals: ΚΕΦΑΛΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: kephalobarḗs Transliteration B: kephalobarēs Transliteration C: kefalovaris Beta Code: kefalobarh/s

English (LSJ)

ές,    A with a head at the root, of bulbous plants, Arist. Long.467a34, Thphr.HP1.6.8.

German (Pape)

[Seite 1428] ές, kopfschwer, mit schwerem Kopfe; Arist. macrob. 6; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλοβᾰρής: -ές, ἔχων βαρεῖαν κεφαλήν, Ἀριστ. π. Μακροβ. καὶ Βραχυβ. 6, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.

Greek Monolingual

κεφαλοβαρής, -ές (Α)
(κυρίως για φυτά) αυτός που έχει βαρύ κεφάλι («τῶν φυτῶν τὰ κεφαλοβαρῆ μακροβιώτερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. γυιο-βαρής, οινο-βαρής].

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλοβᾰρής: имеющий тяжелую голову или верхушку (τὰ φυτά Arst.).