ξυστιδωτός

From LSJ
Revision as of 10:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστῐδωτός Medium diacritics: ξυστιδωτός Low diacritics: ξυστιδωτός Capitals: ΞΥΣΤΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: xystidōtós Transliteration B: xystidōtos Transliteration C: ksystidotos Beta Code: custidwto/s

English (LSJ)

(sc. χιτών), ὁ, (ξυστίς II)

   A garment with ornament in strigil form (<*>), IG22.1514.11.

German (Pape)

[Seite 283] ein Kleid, wie ξυστίς, Inscr. 155.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστιδωτός: ὁ, = ξυστίς, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13.

Greek Monolingual

ξυστιδωτός, ὁ (Α)
(ενν. χιτών) ένδυμα με κυματοειδείς διακοσμήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστίς, -ίδος «πολυτελές ένδυμα» + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αλυσιδ-ωτός, λεπιδ-ωτός)].