σκαφιόκουρος

From LSJ
Revision as of 19:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφιόκουρος Medium diacritics: σκαφιόκουρος Low diacritics: σκαφιόκουρος Capitals: ΣΚΑΦΙΟΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: skaphiókouros Transliteration B: skaphiokouros Transliteration C: skafiokouros Beta Code: skafio/kouros

English (LSJ)

ον,

   A one with his hair cut in the fashion σκάφιον (A) 11.1, Com.Adesp.34 D.

German (Pape)

[Seite 890] der sich ein σκάφιον scheeren läßt, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

σκαφιόκουρος: -ον, ὁ ἔχων τὴν κόμην του κεκαρμένην κατὰ τὸν τρόπον τὸν καλούμενον σκάφιον (ΙΙ), Φώτ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τα μαλλιά του κομμένα στο σχήμα που ονομάζεται σκάφιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφιον «σκυθικός τρόπος κουρέματος τών μαλλιών» + -κουρος (< κουρά), πρβλ. νεό-κουρος].