κεπφαττελεβώδης

From LSJ
Revision as of 18:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεπφαττελεβώδης Medium diacritics: κεπφαττελεβώδης Low diacritics: κεπφαττελεβώδης Capitals: ΚΕΠΦΑΤΤΕΛΕΒΩΔΗΣ
Transliteration A: kepphattelebṓdēs Transliteration B: kepphattelebōdēs Transliteration C: kepfattelevodis Beta Code: kepfattelebw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A as brainless as a κέπφος or an ἀττέλεβος, cj. Bentl. in Archestr.Fr.23.14.

German (Pape)

[Seite 1419] ες, = κεπφώδης, Archestr. bei Ath. IV, 163 d, nach Bentley's Em.

Greek (Liddell-Scott)

κεπφαττελεβώδης: -ες, = κεπφώδης, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 163D, κατὰ τὸν Bentl. (ἐκ τοῦ κέπφος, ἀττέλεβος).

Greek Monolingual

κεπφαττελεβώδης, -ῶδες (Α)
ο ανόητος σαν τον κέπφο και τον αττέλαβο, τόσο ανόητος και ελαφρός όσο είναι το θαλασσοπούλι κέπφος και η ακρίδα αττέλαβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέπφος + ἀττέλαδος + κατάλ. -ώδης. Το -ε- στο -λε- αφομοιωτικά προς το πρώτο].