μηροκήλη

From LSJ
Revision as of 12:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηροκήλη Medium diacritics: μηροκήλη Low diacritics: μηροκήλη Capitals: ΜΗΡΟΚΗΛΗ
Transliteration A: mērokḗlē Transliteration B: mērokēlē Transliteration C: mirokili Beta Code: mhrokh/lh

English (LSJ)

ἡ,    A femoral hernia, Antyll. ap. Orib.50.64.

Greek Monolingual

η (Α μηροκήλη)
κήλη τών ενδοκοιλιακών σπλάγχνων διά μέσου του μηριαίου δακτυλίου στον μηρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κήλη (πρβλ. κιρσο-κήλη, ομφαλο-κήλη)].