μηροκήλη

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηροκήλη Medium diacritics: μηροκήλη Low diacritics: μηροκήλη Capitals: ΜΗΡΟΚΗΛΗ
Transliteration A: mērokḗlē Transliteration B: mērokēlē Transliteration C: mirokili Beta Code: mhrokh/lh

English (LSJ)

ἡ, femoral hernia, Antyll. ap. Orib.50.64.

Greek Monolingual

η (Α μηροκήλη)
κήλη τών ενδοκοιλιακών σπλάγχνων διά μέσου του μηριαίου δακτυλίου στον μηρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κήλη (πρβλ. κιρσοκήλη, ομφαλοκήλη)].