παράμιλλος

From LSJ
Revision as of 13:43, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰμιλλος Medium diacritics: παράμιλλος Low diacritics: παράμιλλος Capitals: ΠΑΡΑΜΙΛΛΟΣ
Transliteration A: parámillos Transliteration B: paramillos Transliteration C: paramillos Beta Code: para/millos

English (LSJ)

ον,

   A beyond rivalry, Astyd. Eleg.3.    II entering into competition, κατὰ τὴν τῶν ἀποδείξεων ἀκρίβειαν Iamb.Comm.Math.23.

German (Pape)

[Seite 489] wetteifernd, Suid. v. σαυτὴν ἐπαινεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

παράμιλλος: -ον, ὁ ὑπὲρ ἅμιλλαν, πέραν ἁμίλλης, Ἀστυδάμας ἐν Bgk. Lyr. σ. 452 (Σουΐδ. ἐν λ. σαυτὴν ἐπαινεῖς..).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που είναι εκτός άμιλλας, εκτός συναγωνισμού, απαράμιλλος
2. αυτός που μετέχει σε διαγωνισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄμιλλα].