προσλέχομαι
From LSJ
οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
English (LSJ)
A lie beside, only Ep. aor. προσέλεκτο Od.12.34.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ. που απαντά μόνο στον αόρ. β' και στον τ. προσέλεκτο) πλαγιάζω κοντά σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λέχομαι «ξαπλώνω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-λέχομαι, alleen ep. aor. προσέλεκτο, ernaast gaan liggen.