καρπολογία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A gathering of fruit, Gp.10.78.1.
German (Pape)
[Seite 1328] ἡ, die Fruchtlese, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
καρπολογία: ἡ, συλλογή, ἡ συγκομιδὴ καρπῶν, Γεωπ. 10. 78, 1.
Greek Monolingual
η (Μ καρπολογία) καρπολογώ
η συλλογή καρπών, η συγκομιδή.