Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Full diacritics: κᾰκοθέλω | Medium diacritics: κακοθέλω | Low diacritics: κακοθέλω | Capitals: ΚΑΚΟΘΕΛΩ |
Transliteration A: kakothélō | Transliteration B: kakothelō | Transliteration C: kakothelo | Beta Code: kakoqe/lw |
(incorrect form),
A to be illdisposed, PMasp.151.177 (vi A.D.).
και κακοθελώ (AM κακοθέλω, Μ και κακοθελώ)
νεοελλ.-μσν.
θέλω, εύχομαι το κακό του άλλου
αρχ.
πάπ. (μτγν. τ. σχηματισμένος εσφ.) είμαι κακώς, δυσμενώς διατεθειμένος εναντίον κάποιου.