κορωνίης
From LSJ
English (LSJ)
Att. κορωνίας, ου, ὁ, (κορωνιάω)
A arching the neck, ἵππος ὣς κ. Semon.18 (κορωνίτης codd. EM).
Greek (Liddell-Scott)
κορωνίης: Ἀττ. -ίας, ου, ὁ, (κορωνιάω) κυρτῶν τὸν τράχηλον, ἵππος ὣς κ. Σιμων. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 270. 45· κοινῶς κορωνίτης ἐναντίον τοῦ μέτρου· ὁ Welcker κορωνίδης.
Greek Monolingual
κορωνίης, αττ. τ. κορωνίας, ὁ (Α) κορώνη
αυτός που έχει κυρτωμένο τράχηλο.