ματαιολόγος

Revision as of 11:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A talking at random, Telest.1.9, Ep.Tit.1.10, Vett.Val.301.11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tient de vains ou de sots discours.
Étymologie: μάταιος, λέγω³.

English (Strong)

from μάταιος and λέγω; an idle (i.e. senseless or mischievous) talker, i.e. a wrangler: vain talker.

English (Thayer)

ματαιολογου, ὁ (μάταιος and λέγω), an idle talker, one who utters empty, senseless things: Titus 1:10.

Greek Monolingual

ματαιολόγος, -ον (Α)
αυτός που μιλάει άσκοπα και ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -λόγος].

Greek Monotonic

μᾰταιολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλάει μάταια, στο βρόντο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ματαιολόγος: ὁ пустой болтун NT.

Middle Liddell

μᾰταιο-λόγος, ον λέγω
talking idly, at random, NTest.

Chinese

原文音譯:mataiolÒgoj 馬台哦-羅哥士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:空虛-安置(說者)
字義溯源:說虛空話的,閒散的;由(μάταιος)=虛妄的)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成;其中 (μάταιος)出自(μάτην)=徒然), (μάτην)出自(μασάομαι / μασσάομαι)=咬,試作), (μασάομαι / μασσάομαι)又出自(μασάομαι / μασσάομαι)X*=處理,榨)。參讀 (ματαιολογία)同源字
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 說虛空話(1) 多1:10