μετακτίζω
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
A remove a settlement, εἰς ἕτερον τόπον Str.13.4.17.
German (Pape)
[Seite 148] um-, anderswohin bauen, Strab. XIII, 631.
Greek (Liddell-Scott)
μετακτίζω: μεταφέρω ἀποικίαν, μετοικίζω, Πισιδῶν... μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον Στράβ. 631.
Greek Monolingual
μετακτίζω (ΑM)
μσν.
1. ξαναχτίζω
2. οικίζω ξανά
αρχ.
μεταφέρω αποικία, μετοικίζω («Πισιδῶν οἰκισάντων καὶ μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον εὐερκέστατον», Στράβ.).