προπόλεος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A lying before a city, κόσμος Anon. ap. Suid.; τὰ π., gloss on προάστεια, Sch. Philostr.Im.Prooem.ap. Boissonade ad Marin.Procl. p.140.
German (Pape)
[Seite 740] vor der Stadt, vorstädtisch, Suid., soll wohl προπόλιος heißen.
Greek (Liddell-Scott)
προπόλεος: -ον, ὁ κείμενος πρό τινος πόλεως, Βασίλ. ΙΙΙ, 481C, Σουΐδ.· τὰ προπόλεα, = προάστεια, Σχόλ. εἰς Φιλόστρ. παρὰ τῷ Boisson. εἰς Μαρῖν. ἐν Βίῳ Πρόκλ. σ. 140.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται πριν από μια πόλη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προπόλεα
τα προάστια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόπολις + κατάλ. -εος (πρβλ. πορφύρ-εος)].