σταχυηρός

From LSJ
Revision as of 14:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠηρός Medium diacritics: σταχυηρός Low diacritics: σταχυηρός Capitals: ΣΤΑΧΥΗΡΟΣ
Transliteration A: stachyērós Transliteration B: stachyēros Transliteration C: stachyiros Beta Code: staxuhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A bearing ears of corn, σπέρμα Thphr.HP9.16.4; τὰ σ. plants that bear ears, cereals, ib.1.11.4, al.

German (Pape)

[Seite 931] mit Aehren, τὰ σταχυηρά, die ährentragenden Pflanzen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυηρός: -ά, -όν, ὁ φέρων στάχυας σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 4· τὰ σταχυηρά, τὰ φυτὰ ὅσα φέρουσι στάχυας, τὰ σιτηρά, τὰ δημητριακά, τὰ «γεννήματα», ὁ αὐτ. 1. 11, 4, κτλ.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. το ουδ. ως ουσ. τά σταχυηρά
τα φυτά που σχηματίζουν στάχυ
2. φρ. «σταχυηρὸν σπέρμα» — σπόρος από τον οποίο παράγεται φυτό με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].