δαϊκτός

From LSJ
Revision as of 17:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰϊκτός Medium diacritics: δαϊκτός Low diacritics: δαϊκτός Capitals: ΔΑΪΚΤΟΣ
Transliteration A: daïktós Transliteration B: daiktos Transliteration C: daiktos Beta Code: dai+kto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A to be slain, Orph.A. 976.

German (Pape)

[Seite 514] zu vernichten, Orph. Arg. 919, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰϊκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δαΐζω, ὁ δυνάμενος νὰ φονευθῇ, Ὀρφ. Ἀργ. 974.

Spanish (DGE)

-ή, -όν que corroe φθόνος Anacreont.42.10.

Greek Monolingual

δαϊκτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που είναι δυνατόν να φονευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐζω (Ι).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αδάικτος, ανδροδάικτος, αρτιδάικτος, αυτοδάικτος, ημιδάικτος, λουτροδάικτος, πυργοδάικτος, χειροδάικτος, ωμοδάικτος].