συνδιαζώννυμι

Revision as of 23:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

in Pass.,    A to be linked by aspect with a planet, of the moon, Cat.Cod.Astr.8(3).103.3.

Greek Monolingual

Α
(κυρίως παθ.) συνδιαζώννυμαι
(για τη σελήνη) έρχομαι σε σύζευξη με έναν πλανήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαζώννυμι «περικυκλώνω, περισφίγγω»].

Greek Monolingual

Α
(κυρίως παθ.) συνδιαζώννυμαι
(για τη σελήνη) έρχομαι σε σύζευξη με έναν πλανήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαζώννυμι «περικυκλώνω, περισφίγγω»].