διαζώννυμι

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαζώννῡμι Medium diacritics: διαζώννυμι Low diacritics: διαζώννυμι Capitals: ΔΙΑΖΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: diazṓnnymi Transliteration B: diazōnnymi Transliteration C: diazonnymi Beta Code: diazw/nnumi

English (LSJ)

or διαζωννύω, fut. -ζώσω: pf. Pass.
A διέζωμαι IG2.736B19, ib.11(2).161.35 (Delos, iii B.C.):—gird round, encircle, embrace, Gal.14.715: metaph., τὸν ὅλον ἄνθρωπον διέζωσεν [ἡ ψυχή] Diog.Oen.39:—Med., undergird one's ship, App.BC5.91; but usually gird oneself with, διαζωσάμενοι τὸ τριβώνιον Luc.Hist.Conscr.3:—Pass., διαζώννυσθαι ἐσθῆτα, ἀκινάκην, Id.Somn. 6, Anach.6: abs., διεζωσμένοι wearing the διάζωμα 1, Th.1.6 codd. (-ζωμένοι Phot., Suid.): metaph., ἀρχὴν διεζωσμένος invested with office, J.AJ14.9.3.
II metaph., engirdle, encompass, of fire, Plu. Brut.31; τὸν αὐχένα (i.e. the Chersonese) δ. ἐρύμασι Id.Per.19; νήσους Id.Them.12:—Pass., [ἡ Ἀττικὴ] μέση διέζωσται ὄρεσιν X.Mem.3.5.25; ῥάχει διεζῶσθαι Plb.5.69.1; also pass like a girdle, διὰ τῶν τροπικῶν Arist.Mu.392a12.

Spanish (DGE)

• Morfología: [v. med. perf. διέζωσμαι Arist.Mu.392a12, pero διέζωμαι Th.1.6, X.Mem.3.5.25, ID 104.103 (IV a.C.)]
1 c. suj. de pers. y ref. sólo al cuerpo ceñir la cintura, rodear con un ceñidor venda, cinturón, cuerda, etc. διαζώσας ἐν τῇσι λαγόσι Hp.Fist.9, Haem.2, λαβὼν λέντιον διέζωσεν ἑαυτόν Eu.Io.13.4
fig. no de pers. ceñir a modo de cinturón en v. pas. κλιμάκιον ... ὄφεσιν ἀργυροῖς διεζωμένον ID 104.103 (IV a.C.), cf. IG 22.1491.33, 36 (IV a.C.), 11(2).161B.35 (Delos III a.C.), νῶτα λιθοτμήτοισι διαζωσθέντα γεφύραις ref. a un río, Paul.Sil.Soph.932
en v. med. ceñirse τὸν ἐσθῆτα Luc.Somn.6, τὸ τριβώνιον Luc.Hist.Cons.3, ξίφος Lyd.Mag.2.9, cf. 1.44, δερμάτινα αἰδοῖα οἱ κωμικοί Sch.Ar.Nu.538b
abs. διεζωμένοι llevando el διάζωμα o suspensorio Th.1.6
fig. ἀρχὴν διεζωσμένος investido del poder I.AI 14.165.
2 rodear, circundar ὅταν τὸν Ὕμηττον ... νεφέλη διαζώσῃ Thphr.Sign.24, cf. en v. pas., Thphr.Sign.22, τὸ κῶλον ... διαζῶσαν τὸ ἐπιγάστριον ὅλον Gal.14.715, φλὸξ ... διαζώσασα πανταχόθεν τὴν πόλιν Plu.Brut.31, (τὰς ναῦς) διαζῶσαι τὰς νήσους Plu.Them.12, (ἡ ψυχή) τὸν ὅλον ἄνθρωπον διέζωσεν Diog.Oen.37.1.8, del arco iris, en tm. ἔζωσε διὰ μέγαν οὐρανὸν ἶρις Arat.940
c. instrum. (Περικλῆς) τὸν αὐχένα διαζώσας ἐρύμασι (Pericles) habiendo rodeado el istmo con fortificaciones Plu.Per.19, τὴν γαστέρα ... ταῖς χερσί Hld.10.32.2, en v. pas. (χώρα) διέζωται ὄρεσιν del Ática, X.Mem.3.5.25, (τόπον) ῥάχει δυσβάτῳ καὶ τραχείᾳ διεζῶσθαι Plb.5.69.1
en v. med. mismo sent. c. instrum. implícito διαζωννύμενοι τὰ σκάφη rodeando (con cuerdas) las quillas de sus barcos App.BC 5.91
abs. ὧν (τῶν ἄστρων) μέσος ὁ ζῳοφόρος ... κύκλος ... διέζωσται en medio de las cuales (estrellas) se encuentra rodeando el círculo del Zodíaco Arist.l.c.

German (Pape)

[Seite 578] (s. ζώννυμι), 1) umgürten, bes. med., ἐσθῆτα, ἀκινάκην, Luc. Somn. 6 Gymn. 6; διεζωσμένοι, um die Mitte gegürtet, Thuc. 1, 6; – übh. = umgeben, φλὸξ διαζώσασα πανταχόθεν τὴν πόλιν Plut. Brut. 31. – 2) durch Gürten zusammenziehen, γαστέρα Heliod. 10, 32; u. trennen, ἀπετείχισε τὸν αὐχένα διαζώσας ἐρύμασιν καὶ προβλήμασιν ἐκ θαλάττης ἐς θάλατταν Plut. Pericl. 19, die Landzunge durch Festungswerke abschneiden; dah. συμβαίνει τόπον ῥάχει δυσβάτῳ διεζῶσθαι Pol. 5, 69; durchschnitten sein, wie Ἀττικὴ μέση διέζωσται ὄρεσιν ἐρυμνοῖς Xen. Mem. 3, 4, 25.

French (Bailly abrégé)

f. διαζώσω, etc.
1 ceindre, entourer d'une ceinture ou d'un caleçon, envelopper en gén.
2 séparer comme par une ceinture : ἡ Ἀττικὴ μέση διέζωσται ὄρεσιν XÉN le cœur de l'Attique est entouré comme d'une ceinture de montagnes;
Moy. διαζώννυμαι (part. ao. διαζωσάμενος) nouer à sa ceinture.
Étymologie: διά, ζώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-ζώννυμι en διαζωννύω omgorden; pass. overdr.:; μέση διέζωσται ὄρεσιν midden(-Attica) is omgord door bergen Xen. Mem. 3.5.25; med. zich omgorden.

Russian (Dvoretsky)

διαζώννῡμι:
1 перепоясывать, подпоясывать (διεζωσμένη τὴν ἐσθῆτα, sc. γυνή Luc.): διεζωσμένος Thuc. с повязкой на бедрах; διαζώννυσθαι ἀκινάκην Luc. надевать пояс с акинаком (род кинжала);
2 опоясывать, окружать (φλὸξ διαζώσασα πανταχόθεν τὴν πόλιν Plut.; ὁ ζῳοφόρος κύκλος διὰ τῶν τροπικῶν διέζωσται Arst.; ῥάχει δυσβάτῳ διεζῶσθαι Polyb.): ἡ χώρα μέση διέζωσται ὄρεσιν Xen. страна посредине пересечена горами.

English (Strong)

from διά and ζώννυμι; to gird tightly: gird.

Greek Monotonic

διαζώννῡμι: ή -ύω, μέλ. -ζώσω,
I. τυλίγω γύρω από τη μέση — Μέσ., περιζώνομαι, περιβάλλομαι με, ἐσθῆτα, σε Λουκ. — Παθ., διεζωσμένοι, αυτοί που φορούσαν ζώνη, σε Θουκ.
II. μεταφ., περιζώνω, περιβάλλω, περικυκλώνω, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διαζώννῡμι: ἢ -ύω, μέλλ. -ζώσω· -περιζωννύω, καὶ ἑπομένως ὡς τὸ ὑποζώννυμι, ζώνω κάτωθεν τὸ πλοῖον· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δι΄ ἐμαυτόν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 91. -Μέσ., ζωννύομαι μέ τι, ζώνω τι, διαζώννυσθαι ἐσθῆτα, ἀκινάκην Λουκ. Ἐνυπν. 6, Γυμν. 6. -Παθ., διεζωσμένοι, φοροῦντες διάζωμα (Ι. 1), Θουκ. 1. 6. ΙΙ. μεταφ., περιζωννύω, περιβάλλω, περικυκλῶ· ἐπὶ τοῦ πυρός, Πλούτ. Βρούτ. 31· τὸν αὐχένα (ὃ ἐ. τὴν χερσόνησον) δ. ἐρύμασι ὁ αὐτ. Περικλ. 19, πρβλ. Πολύβ. 5. 69, 1. -Παθ., περιβάλλομαι, περικυκλοῦμαι ὡς διὰ ζώνης, διὰ τῶν τροπικῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 7.

Middle Liddell

or -ύω fut. -ζώσω
I. to gird round the middle:—Mid. to gird oneself with, ἐσθῆτα, Luc.:— Pass., διεζωσμένοι wearing drawers, Thuc.
II. metaph. to engirdle, encompass, Plut.

Chinese

原文音譯:diazènnumi 笛阿-閂匿米
詞類次數:動詞(3)
原文字根:經過-束捆
字義溯源:束緊,自己束縛,束上,束腰;由(διά)*=通過)與(ζώννυμι / ζωννύω)=束捆)組成;而 (ζώννυμι / ζωννύω)出自(ζώνη)*=帶)。同源字: (ζώννυμι / ζωννύω)束捆。參讀 (ἀναζώννυμι)同義字
出現次數:總共(3);約(3)
譯字彙編
1) 束腰(2) 約13:4; 約13:5;
2) 就束上(1) 約21:7

Lexicon Thucydideum

διεζωσμένοι, subligaculo cincti, wearing loincloths, 1.6.5.