πρωτοψάλτης

From LSJ
Revision as of 21:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοψάλτης Medium diacritics: πρωτοψάλτης Low diacritics: πρωτοψάλτης Capitals: ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗΣ
Transliteration A: prōtopsáltēs Transliteration B: prōtopsaltēs Transliteration C: protopsaltis Beta Code: prwtoya/lths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A chief harpist, MAMA3.649 (Corycus).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
εκκλ. αυτός που κατέχει την πρωτοκαθεδρία στον χορό τών ψαλτών, ο πρώτος ανάμεσα στους ψάλτες της εκκλησίας
αρχ.
ο πρώτος παίκτης κρουστού οργάνου.