πτεροφόρας

From LSJ
Revision as of 12:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτεροφόρᾱς Medium diacritics: πτεροφόρας Low diacritics: πτεροφόρας Capitals: ΠΤΕΡΟΦΟΡΑΣ
Transliteration A: pterophóras Transliteration B: pterophoras Transliteration C: pteroforas Beta Code: pterofo/ras

English (LSJ)

ου, ὀ, a name of certain sacred officers in Egypt, so called from the hawk's

   A wing worn on their heads, nom. pl. -φόραι OGI56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.): also -φόροι, Hsch.; cf. sq. 111, and πτεραφόρος.    II dat. sg. -φόρᾳ χιλιάρχῳ, perh. name of a military rank, or = πτεροφόρος 11, Men.Pk.104, cf. Hsch. s.v. πτεροφόροι.

Greek Monolingual

και πτεροφόρης, ὁ, Α
1. αυτός που έχει φτερά και, ιδίως, ο λειτουργός στην αρχαία Αίγυπτο ο οποίος έφερε στο κεφάλι φτερά γερακιού
2. προσωνυμία στρατιωτικού αξιωματούχου ή στρατιωτικού ταχυδρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. πτερόν + -φόρας (< φέρω), πρβλ. πελτο-φόρας].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτεροφόρας -ου [~ πτεροφόρος] een pluim dragend:. πτεροφόρας χιλίαρχος een chiliarch (commandant van duizend soldaten) met een pluim op zijn helm Men. Peric. 294.