συνεζευγμένως

From LSJ
Revision as of 07:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεζευγμένως Medium diacritics: συνεζευγμένως Low diacritics: συνεζευγμένως Capitals: ΣΥΝΕΖΕΥΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synezeugménōs Transliteration B: synezeugmenōs Transliteration C: synezevgmenos Beta Code: sunezeugme/nws

English (LSJ)

Adv. part. pf. Pass.,    A by pairs, Sch.Ar.Av.305.

German (Pape)

[Seite 1010] adv. part. perf. pass. von συζεύγνυμι, verbunden, gepaart, Schol. Ar. Av. 305.

Greek (Liddell-Scott)

συνεζευγμένως: Ἐπίρρ. μετ. παθ. πρκμ. τοῦ συζεύγνυμι, κατὰ ζεύγη, «ζευγαρωτά», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 305.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά ζεύγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεζευγμένος του συζευγνύω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά ζεύγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεζευγμένος του συζευγνύω + επιρρμ. κατάλ. -ως].