συρμιστήρ

From LSJ
Revision as of 08:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρμιστήρ Medium diacritics: συρμιστήρ Low diacritics: συρμιστήρ Capitals: ΣΥΡΜΙΣΤΗΡ
Transliteration A: syrmistḗr Transliteration B: syrmistēr Transliteration C: syrmistir Beta Code: surmisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,    A one who sells shavings, etc., for firing, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

συρμιστήρ: ὁ, ὁ πωλῶν «ῥοκανίδια» καὶ ξυλάρια χρήσιμα πρὸς καῦσιν·. συρμιστήρ· ξυλοπώλης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που πουλάει ροκανίδια και μικρά ξύλα χρήσιμα για κάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρμός + επίθημα -ισ-τήρ (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. κομισ-τήρ].