Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Full diacritics: ξῠλοπώλης | Medium diacritics: ξυλοπώλης | Low diacritics: ξυλοπώλης | Capitals: ΞΥΛΟΠΩΛΗΣ |
Transliteration A: xylopṓlēs | Transliteration B: xylopōlēs | Transliteration C: ksylopolis | Beta Code: culopw/lhs |
ξυλοπώλου, ὁ, timbermerchant, IG22.1673.17, PLond.3.1177.186 (ii A.D.), Hsch. s.v. συρμιστήρ.
[Seite 281] ὁ, Holzhändler (?).
ξῠλοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ξύλα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. συρμιστήρ.
ξυλοπώλης, ὁ (Α)
πωλητής ξύλων, έμπορος ξυλείας.