τυπογράφος

From LSJ
Revision as of 09:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπογράφος Medium diacritics: τυπογράφος Low diacritics: τυπογράφος Capitals: ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: typográphos Transliteration B: typographos Transliteration C: typografos Beta Code: tupogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, or τῠπ-ον, τό,    A certified copy, -γράφου γαμικοῦ copy of marriage lines, Jahresh.18 Beibl.287 (Ephesus, i B. C.).

Greek Monolingual

ο / τυπογράφος, ΝΑ, και τυπογράφος, η, Ν, και τυπογράφον, τὸ, Α
νεοελλ.
1. τεχνίτης ή επαγγελματίας που ασχολείται με την τυπογραφία
2. (ειδικά) στοιχειοθέτης
(