τυραννία

From LSJ
Revision as of 09:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠραννία Medium diacritics: τυραννία Low diacritics: τυραννία Capitals: ΤΥΡΑΝΝΙΑ
Transliteration A: tyrannía Transliteration B: tyrannia Transliteration C: tyrannia Beta Code: turanni/a

English (LSJ)

ἡ,    A = τυραννίς, Xenoph.3 (with penult. long); tyrannous conduct, Wilcken Chr.20 ii 12 (ii A. D.), PAmh.2.142.15 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννία: ἡ, = τυραννίς, Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β (μετὰ τῆς παραληγούσης μακρᾶς).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τυραννία και τυραγνία, η, και τυράγνιο, το, Ν τύραννος
η εξουσία του τυράννου, τυραννίδα
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) καταδυνάστευση, καταπίεση, βασανισμός (α. «δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο την τυράννια του» β. «αυτή δεν είναι ζωή, είναι καθαρό τυράγνιο»).