τετραμέτρητος

From LSJ
Revision as of 20:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμέτρητος Medium diacritics: τετραμέτρητος Low diacritics: τετραμέτρητος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: tetramétrētos Transliteration B: tetrametrētos Transliteration C: tetrametritos Beta Code: tetrame/trhtos

English (LSJ)

ον,

   A containing four μετρηταί, Callix.2.

German (Pape)

[Seite 1098] vier μετρηταί haltend, Ath. V, 199 d.

Greek (Liddell-Scott)

τετραμέτρητος: ὁ χωρῶν τέσσαρας μετρητάς, τετρ. κρατῆρες Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 199Ε.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερεις μετρητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + μετρητός (< μετρῶ), πρβλ. ἰσο-μέτρητος].