ξυρήσιμος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ον, A fit for shaving, Ael.Dion.Fr.265.
German (Pape)
[Seite 282] scheerbar, der Schur bedürftig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξυρήσιμος: -ον, ὁ ἔχων χρείαν ξυρήσεως, Φώτ. ἐν λέξει ξυρήκης.
Greek Monolingual
ξυρήσιμος, -ον (Α) ξυρησις
αυτός που έχει ανάγκη από ξύρισμα ή που είναι επιδεκτικός ξυρίσματος.