περίισος
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
English (LSJ)
ον,
A more than equal, coined as etym. of περισσός, Theol.Ar.13.
Greek Monolingual
-ον, Α
περισσότερος από ίσος, αυτός που περισσεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἴσος.