πολύσπερμος

From LSJ
Revision as of 18:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσπερμος Medium diacritics: πολύσπερμος Low diacritics: πολύσπερμος Capitals: ΠΟΛΥΣΠΕΡΜΟΣ
Transliteration A: polýspermos Transliteration B: polyspermos Transliteration C: polyspermos Beta Code: polu/spermos

English (LSJ)

ον,    A abounding in seed, Arist.GA 725b29, Thphr.HP6.7.4; πολύσπερμος, ἡ, a plant, Hippiatr.2, GP.17.5.5.    II abounding in seminal fluid, Gal.1.339.    2 prolific, Cat. Cod.Astr.1.166, Vett.Val.10.26.

German (Pape)

[Seite 673] vielsaamig; Theophr.; ζῷα, Maneth. 6, 256.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσπερμος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον σπέρμα, σπόρον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 57, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύσπερμος, -ον, ΝΜΑ
1. (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα σπέρματα, πολύ σπόρο
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει άφθονο σπερματικό υγρό
3. μτφ. γόνιμος
4. το θηλ. ως ουσ. η πολύσπερμος
ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. γυμνό-σπερμος].

Russian (Dvoretsky)

πολύσπερμος: дающий много семени, многосемянный Arst.