φιλογέρων
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
οντος, ὁ, A loyal to the Senate, IGRom.4.783 (Apamea).
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, Α
ο πιστός στη Γερουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + γέρων «γερουσιαστής» (βλ. λ. γέροντας), πρβλ. ἀρχι-γέρων.