ἀνευάζω
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
fut.
A -άξω Nonn.D.1.20:—utter cries of εὖα, D.P.579,AP 9.139 (claud.). II c. acc. pers., honour with such cries, Lyc.207, Arr.An.5.2.7.
German (Pape)
[Seite 226] (εὖα), bacchisch aufjubeln, Arr. An. 5, 2; Claudian. 2 (IX, 139); Διόνυσον D. Per. 580.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνευάζω: μελλ. -άξω, Νόνν. Δ. 1. 20, ἀνακράζω εὖα, ὃ ἦν ἐπίφθεγμα ὕμνου εἰς Διόνυσον, ὡς κεῖνον κατὰ χῶρον ἀνευάζουσιν γυναῖκες, «τουτέστι τὸν ὕμνον εἰς τὰ Διονυσιακὰ τελούμενον λέγουσιν» (Παράφρ. Διον. Π. 576, Ἀνθ. Π. 9. 139. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., τιμῶ τινα διὰ τοιούτων ἐπιφωνήσεων, ἐπευφημῶ: σωτῆρα Βάκχον των πάροιθε πημάτων Σφάλτην ἀνευάζοντες, «ἀνευφημοῦντες, ἀνυμνοῦντες» (Σχόλ.) Λυκόφρ. 207, Ἀρρ. Ἀνάβ. 5. 2, 7.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. -άξω Nonn.D.1.20]
1 c. ac. de pers. honrar con gritos de εὖα o εὐοῖ en el culto dionisíaco, Lyc.207, Arr.An.2.5.7, Nonn.l.c.
2 gritar εὖα imitando al macho cabrío, D.P.579, AP 9.139 (Claudian.).
Russian (Dvoretsky)
ἀνευάζω: издавать вакхические возгласы Anth.