ἀποτίκτω
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
A bring to the birth, Pl.Tht.150c, 182b, Arist.HA544a3, al.:—Pass., ib.10, Philostr.VA1.5, Iamb.Comm.Math.4; χθονὸς ἧς ἀπετέχθην IG9(1).882.5 (Corcyra).
German (Pape)
[Seite 331] (s. τίκτω), gebären, hervorbringen, νοσήματα, αἰσθήσεις, Plat. Tim. 85 a Theaet. 182 b u. Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτίκτω: μέλλ. -τέξομαι, γεννῶ, παράγω. Πλάτ. Θεαίτ. 150C, 182Β, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 12, 1, κ. ἀλλ.: - Παθ., αὐτόθι 2, Φιλόστρ. 6· χθονός, ἧς ἀπετέχθην Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 261. 5.
Spanish (DGE)
1 dar a luz, procrear τὸν Μινώταυρον Ph.2.307, cf. 1.232, LXX 4Ma.14.16, ὅμοια τούτοις Placit.5.12.2 (= Emp.A 81), τὸν Ὠκεανόν Sch.A.Th.311a
•abs. ἐν ἡμέραις πέντε καὶ δέκα Arist.HA 544a3, S.E.M.5.28, Luc.DMar.11.1, Artem.1.14
•en v. pas. ἐπὶ χθονὸς ἧς ἀπετέχθην en la tierra de la que soy hijo, IG 9(1).882.5 (Corcira), cf. LXX 4Ma.13.21, Philostr.VA 1.5, S.E.M.5.100
•τὸ ἀποτικτόμενον la puesta de los huevos de la sepia, Arist.HA 544a10, τὰ ἀποτικτόμενα las criaturas, Apoc.Petr.Fr.3 p.12.31.
2 fig. de abstr. engendrar, producir, crear ὅταν ... μία σύστασις ... ψυχῆς καὶ σώματος ἀποτέκῃ μίαν μορφήν Pl.Epin.981a, cf. Iambl.Comm.Math.4 (p.17), νοσήματα Pl.Ti.85a, ψεῦδος ... ἡ διάνοια Pl.Tht.150c, cf. Ph.1.382, τὸ δίκαιον Plu.2.964c.
Greek Monolingual
ἀποτίκτω (Α) τίκτω
παράγω, γεννώ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτίκτω: (по)рождать (τινά и τι Plat., Arst., Luc.): ὠδίνειν ὄρος, εἶτα μῦν ἀποτεκεῖν Plut. (как говорит поговорка), мучилась гора, а затем родила она мышь.