ἐνεμπορεύομαι
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
A trade with one in, σοι ἐν ψυχαῖς LXXEz.27.13.
Spanish (DGE)
comerciar con φυγὼν ὁ Ἰωνᾶς τὴν τῶν ἀνθρώπων σωτηρίαν ἐνεμπορεύσατο Bas.Sel.Or.M.85.180B.
Greek Monolingual
ἐνεμπορεύομαι (Α)
εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι.