ὀρειθαλής
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
ές, A blooming on the hills, Lyc.1423.
German (Pape)
[Seite 371] ές, auf den Bergen sprossend, wachsend, Lycophr. 1423.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειθᾰλής: -ές, ὁ θάλλων ἐπὶ τῶν ὀρέων, Λυκόφρων 1423.
Greek Monolingual
ὀρειθαλής, -ές (Α)
αυτός που βλαστάνει στα όρη («ὀρειθαλὴς δρῡς», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. οικο-θαλής].