φιλέφηβος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ον, A fond of youths, AP12.161 (Asclep.).
German (Pape)
[Seite 1276] Jünglinge liebend, Asclpd. 12 (XII, 161).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλέφηβος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἐφήβους, τοὺς νέους Δόρκιον ἡ φιλέφηβος Ἀνθ. Παλατ. 12. 161.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά τους εφήβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἔφηβος.
Russian (Dvoretsky)
φιλέφηβος: любящий юношей Anth.