ἀνθυποβάλλω

From LSJ
Revision as of 14:44, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυποβάλλω Medium diacritics: ἀνθυποβάλλω Low diacritics: ανθυποβάλλω Capitals: ΑΝΘΥΠΟΒΑΛΛΩ
Transliteration A: anthypobállō Transliteration B: anthypoballō Transliteration C: anthypovallo Beta Code: a)nqupoba/llw

English (LSJ)

   A bring objections in turn, retort, Aeschin.3.209.    II substitute fraudulently, Ph.2.630.

German (Pape)

[Seite 235] dagegen Einwendungen machen, Aesch. 3, 209.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυποβάλλω: φέρω ἐνστάσεις τινί, ἀντερωτῶ, ὅταν ὑμᾶς ἐρωτᾷ ποῖ καταφύγω, ἄνδρες Ἀθηναῖοι; ... ἀνθυποβάλλετε αὐτῷ, ὁ δὲ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ποῖ καταφύγῃ, Δημόσθενες; Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ.

Spanish (DGE)

1 refutar c. dat. αὐτῷ Aeschin.3.209.
2 sustituir con fraude ζυγὸν ἄδικον Ph.2.630.

Greek Monolingual

ἀνθυποβάλλω)
1. υποβάλλω ένσταση, μηνύω, αντικρούω αυτόν που με έχει μηνύσει
2. υποκαθιστω με απάτη.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυποβάλλω: представлять встречные доводы, возражать (τινί Aeschin.).